Μια φορά και ένα καιρό κάπου στις αρχές του 2020, ένα μικροσκοπικό πλασματάκι μόλις 5 χιλιοστά εμφανίστηκε πάνω σ’ ένα μαγικό βουνό της Ελλάδας.
Είχε ένα μικρό κεφαλάκι που μπορούσε να το κρύβει όποτε ήθελε και κεραίες που μεγάλωναν και μίκραιναν όποτε αυτό επέλεγε. Τα φτερά του ήταν σκεπασμένα με δύο κατακόκκινα έλυτρα (σκληρά φτερά) που είχαν επάνω τους εφτά μαύρες βούλες. Η μαμά του το φώναζε Πασχαλίτσα, οπότε από αυτό εμείς συμπεραίνουμε ότι ήταν κοριτσάκι.
Η Πασχαλίτσα από τη στιγμή που άρχισε να πετάει δεν σταματούσε λεπτό. Πήγαινε από δω, πήγαινε από εκεί και ήθελε να τα μάθει όλα.
«Πω πω! Τί ωραίος που είναι αυτός ο κόσμος! Τί ωραία χρώματα! Τί ωραίες μυρωδιές!» σκεφτόταν και πετούσε χαρούμενα από το ένα κλαράκι στο άλλο, απολαμβάνοντας τα πάντα γύρω της, μέχρι αργά το βράδυ, που κουρασμένη έπεφτε για ύπνο στο μικροσκοπικό κρεβατάκι της.
Κάποια μέρα, εκεί που πετούσε χαρούμενα, βλέπει να έρχεται από το μονοπάτι προς το μέρος της ένα μεγάλο ζώο, διαφορετικό από αυτά που μέχρι τώρα είχε δει στη ζωή της. Κρύφτηκε κάτω από ένα καταπράσινο φύλλο και παρακολουθούσε απορημένη την πορεία αυτού του περίεργου ζώου. Εκείνο πέρασε από κάτω της και όταν πλέον είχε απομακρυνθεί αρκετά, βγήκε από την κρυψώνα της και έτρεξε αμέσως στη μαμά της για να της περιγράψει όλα αυτά που είδε.
– «Αυτό που είδες είναι ένας άνθρωπος», της είπε η μαμά της.
– «Και γιατί δεν έχω ξαναδεί άλλον άνθρωπο εδώ γύρω;» ρώτησε η Πασχαλίτσα.
– «Γιατί εδώ που ζούμε δεν υπάρχουν και πολλοί. Φαντάσου ότι στη ζωή μου μόνο δύο ανθρώπους έχω δει κι αυτοί μένουν σε μία σπηλιά τρεις ώρες πέταγμα από εδώ». απαντάει η μαμά της και συνεχίζει τη δουλειά που έκανε.
– «Μαμά;», ρωτάει η Πασχαλίτσα, «είναι επικίνδυνοι οι άνθρωποι για εμάς;»
– «Όχι, καθόλου, το αντίθετο μάλιστα μας αγαπούν πολύ, αλλά καλό είναι να μείνεις μακριά τους μην τυχόν και κατά λάθος σε πατήσουν. Είσαι μικροσκοπική γι’ αυτούς.»
– «Μα εγώ θέλω να του μιλήσω!» είπε με πείσμα η Πασχαλίτσα.
– «Οι άνθρωποι δεν μιλούν με πασχαλίτσες. Πλύνε τώρα τα πόδια σου και πήγαινε στο κρεβάτι σου να κοιμηθείς. Το πρωί που θα ξυπνήσεις, θα σου δώσω ένα βιβλίο και θα διαβάσεις ό,τι θέλεις για τους ανθρώπους.»
Η Πασχαλίτσα πήγε κι έπλυνε τα πόδια της, ξάπλωσε στο κρεβάτι της αλλά δεν μπορούσε με τίποτα να κοιμηθεί. Το κεφάλι της ήταν γεμάτο ερωτήματα που μόνο ένας άνθρωπος θα μπορούσε να της απαντήσει. Ανυπομονούσε, βέβαια, να διαβάσει και το βιβλίο που θα της έδινε η μαμά της, αλλά ήταν σίγουρη ότι στα ερωτήματα της μόνο ένας άνθρωπος θα μπορούσε να απαντήσει.
Το επόμενο πρωί, μόλις ξύπνησε, σηκώθηκε από το κρεβατάκι της και πήγε τρέχοντας στη μαμά της για να της δώσει το βιβλίο. Εκείνη την ημέρα δεν βγήκε καθόλου από το σπιτάκι της. Μέχρι να πέσει ο ήλιος, η Πασχαλίτσα διάβαζε το βιβλίο, ρουφώντας τις πληροφορίες σαν σφουγγάρι. Τώρα πλέον ήταν σίγουρη ότι ήθελε να μιλήσει μ’ έναν άνθρωπο. Από τότε, κάθε μέρα παραφυλούσε στο μονοπάτι μήπως ξαναπεράσει ο δικός της άνθρωπος ώστε να μπορέσει να του πιάσει κουβέντα.
Ένα πρωινό, καθώς περίμενε, βλέπει ξαφνικά από το βάθος του μονοπατιού έναν άνθρωπο να ξεπροβάλλει.
«Ναιιιιιι!!!», φώναξε χαρούμενη, «είναι ο δικός μου άνθρωπος!»
Σύμφωνα μ’ αυτά που είχε διαβάσει, πρέπει να ήταν μεγάλος σε ηλικία, γιατί είχε άσπρα μακριά μαλλιά ως τους ώμους, άσπρα γένια, φορούσε στο κεφάλι του ένα μαύρο σκούφο, αλλά στο σώμα του φορούσε ένα μακρύ μαύρο ύφασμα. Περπατούσε αργά και φαινόταν σαν να τραγουδούσε.
Όταν πλησίασε αρκετά κοντά της, βάζει όλη της τη δύναμη και μ’ ένα πήδημα προσγειώνεται στον δεξί του ώμο.
– «Καλημέρα…» του λέει, επιστρατεύοντας όλο της το θάρρος.
– «Καλή και Ευλογημένη μέρα…» της απαντάει κι εκείνος χωρίς να ξαφνιαστεί καθόλου.
– «Με ακούς; Με καταλαβαίνεις;» ρωτάει η Πασχαλίτσα γεμάτη απορία.
– «Και σε ακούω και σε καταλαβαίνω», της λέει ο γέροντας και απλώνει το χέρι του και την βάζει επάνω στο δάχτυλο του, φέρνοντας την μπροστά στα μάτια του για να την βλέπει καλύτερα.
– «Είμαι η Πασχαλίτσα και θέλω να μάθω για τους ανθρώπους… Έχω πολλές απορίες.»
Και ο γέροντας κάθισε κάτω από ένα δένδρο και άρχισε υπομονετικά να απαντά στις χιλιάδες απορίες της μικρής Πασχαλίτσας. Η ώρα πέρασε πολύ γρήγορα και ο ήλιος άρχισε να πέφτει.
– «Πρέπει να φύγω», της είπε ο Γέροντας, «η σπηλιά μου είναι μία ώρα δρόμος από εδώ και δεν θέλω να με βρει η νύχτα και να περπατάω. Εάν θέλεις, μπορώ να έρθω και αύριο για να συνεχίσουμε την κουβέντα μας.»
Χαιρετήθηκαν, ο γέροντας πήρε τον δρόμο της επιστροφής για τη σπηλιά του και η Πασχαλίτσα για το σπίτι της, όπου περιέγραψε στη μαμά της όλα όσα της είχαν συμβεί. Από τότε κάθε μέρα ο Γέροντας και η Πασχαλίτσα συναντιόντουσαν και μιλούσαν πολλές ώρες. Έμαθε πολλά πράγματα για τους ανθρώπους και όσο περισσότερο τους γνώριζε, τόσο περισσότερο τους αγαπούσε.
Ένα πρωί λέει ο Γέροντας στην Πασχαλίτσα:
– «Αύριο θα είναι η τελευταία φορά που θα συναντηθούμε.»
– «Μα γιατί;» είπε στεναχωρημένα η Πασχαλίτσα και δάκρυα άρχισαν να κυλούν στα μάτια της.
– «Γιατί σε δύο ημέρες, ξεκινάει για εμάς η Μεγάλη Εβδομάδα, και αυτό είναι ένα διάστημα που προσευχόμαστε συνεχώς, και έχουμε και αρκετές ακολουθίες. Κι όλο αυτό κρατάει για 7 ημέρες. Και όταν τελειώσει η περίοδος αυτή, θα πρέπει να φύγω, να γυρίσω σπίτι μου.»
– «Τι είναι προσευχή; Τί είναι ακολουθίες; Πού μένεις; Δεν μένεις εδώ;» ρωτάει η Πασχαλίτσα με την φωνή της να κομπιάζει από το κλάμα.
– «Όχι, δεν μένω εδώ. Ήρθα απλά για να απομονωθώ ένα διάστημα και να γνωρίσω εσένα. Αλλά θα σου εξηγήσω αύριο… τώρα πρέπει να φύγω γιατί θα με πιάσει η νύχτα στο δρόμο.»
Χαιρετήθηκαν και ο καθένας γύρισε στο σπίτι του. Η μικρή μας Πασχαλίτσα δεν έκλεισε μάτι όλη την νύχτα… Σκεφτόταν συνέχεια… Και το πρωί που ξύπνησε, ανακοίνωσε στην μητέρα της την μεγάλη απόφαση.
Όταν ο Γέροντας κάθισε κάτω από το δένδρο τους, άπλωσε το χέρι του για να καθίσει η Πασχαλίτσα πάνω στο δάκτυλο του και κοιτάζοντας τον μέσα στα μάτια τον ρώτησε:
– «Λοιπόν; Τί είναι η Μεγάλη Εβδομάδα;»
– «Θυμάσαι που σου είχα μιλήσει για τον Χριστό και την Ανάστασή Του;»
– «Φυσικά και θυμάμαι. Και για σας τους Χριστιανούς είναι η σπουδαιότερη γιορτή. Σ’ αυτήν στηρίζεται ολόκληρη η Πίστη σας.»
– «Μπράβο… Είσαι πολύ καλή μαθήτρια… Η εβδομάδα λοιπόν πριν την Ανάσταση ονομάζεται Μεγάλη Εβδομάδα.»
– «Έχει περισσότερες μέρες; Περισσότερες ώρες;»
– «Χαχα… Όχι, απλά την εβδομάδα αυτή συνέβησαν πολύ μεγάλα γεγονότα. Και θα σου πω και ένα μυστικό που λίγοι άνθρωποι μπορούν να το καταλάβουν. Κάθε χρόνο αυτή την εβδομάδα όλοι μας ξαναζούμε αυτά τα γεγονότα.»
– «Τέλειο!!! Φανταστικό!!! Κάθε χρόνο ξανά;»
– «Ναι… Σκέψου το σαν ταξίδι… που το επαναλαμβάνουμε κάθε χρόνο.»
– «Σε παρακαλώ περίγραψε μου αυτό το ταξίδι! Το όνειρο μου είναι να ταξιδεύω. Μου αρέσουν πολύ τα ταξίδια και δεν έχω κάνει κανένα.»
– «Θυμάσαι τί σου είχα πει για την τελευταία Κυριακή της Σαρακοστής;»
– «Όχι…», λέει λυπημένα η Πασχαλίτσα
– «Τότε που ο Χριστός με τους μαθητές του πήγαν στα Ιεροσόλυμα και ο κόσμος τον ζητωκραύγαζε, λόγω του ότι είχαν μάθει ότι είχε αναστήσει τον Λάζαρο… και έστρωναν βάγια και δάφνες για να περάσει από πάνω;»
– «Ναι, αυτό το θυμάμαι και από τότε οι Αρχιερείς και οι Φαρισαίοι είχαν αποφασίσει ότι έπρεπε να τον σκοτώσουν, γιατί ο κόσμος θα πήγαινε με τον Χριστό και θα έφευγε από αυτούς.»
– «Χαχα … κάπως έτσι… από εκείνο το σημείο και μετά αρχίζει το ταξίδι.»
– «Κι εσύ ετοιμάζεσαι να κάνεις και πάλι αυτό το ταξίδι;»
– «Ναι… είμαι έτοιμος. Σαράντα μέρες ετοιμαζόμουν γι’ αυτό.»
– «Πω πω;;; Τόσες πολλές; Κοίτα…», λέει με σοβαρό ύφος η Πασχαλίτσα, που δεν σήκωνε και πολλές αντιρρήσεις. «Το ανακοίνωσα και το πρωί στη μαμά μου. Θα έρθω και εγώ μαζί σου.»
– «Δεν θα έπρεπε να με ρωτήσεις εάν μπορώ να σε πάρω μαζί μου;» ρωτάει ο γέροντας.
– «Είμαι σίγουρη ότι και μπορείς και θέλεις. Γιατί είσαι φίλος μου και μ’ αγαπάς πολύ.» είπε πεισματάρικά εκείνη.
Χαμογέλασε ο γέροντας, σαν να ήξερε ήδη την πορεία της συζήτησης. Έξυσε με το χέρι του το κεφάλι του, έκανε ότι σκεφτόταν για λίγο και τελικά είπε στην Πασχαλίτσα:
– «Εντάξει, θα σε πάρω μαζί μου, αλλά δεν είναι σίγουρο ότι θα καταφέρεις να κάνεις το ταξίδι. Αυτό εξαρτάται καθαρά από σένα και κανέναν άλλο.»
– «Ευχαριστώωωωω…», φωνάζει η Πασχαλίτσα όλο χαρά, «Θα τα καταφέρω, Θα δεις…» και με ένα πήδημα προσγειώνεται στο μάγουλο του και του δίνει το πιο γλυκό φιλί της.
– «Έλα πάμε, έχουμε δρόμο μπροστά μας, πρέπει να σου δείξω και τη σπηλιά, να φτιάξουμε και το κρεβάτι σου…»
Είπε ο γέροντας καθώς σηκωνόταν από τη βάση του δένδρου που καθόταν. Η Πασχαλίτσα στρογγυλοκάθισε στον δεξί του ώμο για να απολαύσει ξεκούραστα τη διαδρομή, και ξεκίνησαν για το νέο, μάλλον, προσωρινό καταφύγιο, με το γέροντα να σιγοτραγουδάει ένα περίεργο τραγούδι που δεν καταλάβαινε, αλλά ήταν τόσο μελωδικό.
Συνεχίζεται…