Τα δάκρυα της μικρής Πασχαλίτσας έχουν πλέον στερέψει. Κι όμως, δεν έχει φύγει λεπτό, πάνω από το άψυχο σώμα του Ιησού. Δεν σταμάτησε στιγμή να του σιγοτραγουδάει… Ένα τραγούδι που ποτέ κανείς δεν άκουσε και κανείς δεν θα μάθει.
Λίγα μέτρα πιο πέρα, στέκονται ακόμα ο Ιωάννης ο μαθητής του Χριστού, η Παναγία, η Μαρία η Μαγδαληνή και η βιολογική μητέρα του Ιωάννη. Κοιτάζουν αποσβολωμένοι τον Εσταυρωμένο Χριστό. Δεξιά τους ο Γέροντας προσεύχεται γονατιστός κι αριστερά τους στέκονται μερικοί στρατιώτες υπεύθυνοι για την φύλαξη του χώρου.
Είναι Παρασκευή απόγευμα. Η επόμενη ημέρα, Σάββατο του Πάσχα, είναι πολύ μεγάλη γιορτή για τους Ιουδαίους. Σύμφωνα με τον Μωσαϊκό Νόμο απαγορεύεται να υπάρχουν σώματα επάνω σε Σταυρό τέτοια μέρα. Ζητείται λοιπόν η άδεια του Πιλάτου να εφαρμόσουν άλλη μια συνηθισμένη πρακτική της εποχής. Για να κατεβάσουν πιο γρήγορα τα σώματα από τους σταυρούς έπρεπε να επισπεύσουν τον θάνατο κι αυτό το πετυχαίνανε συνθλίβοντας τα κόκκαλα και τις αρθρώσεις των εσταυρωμένων…
Η Πασχαλίτσα βλέπει από μακριά να έρχονται προς το μέρους τους μερικοί στρατιώτες, κάποιοι Αρχιερείς και κάποιοι πρεσβύτεροι. Ένας στρατιώτης πηγαίνει κάτω από το σταυρό του πρώτου ληστή, ο οποίος ήταν ακόμη ζωντανός και… του σπάει τα κόκκαλα. Περνάει από κάτω τους, πηγαίνει στον άλλο ληστή και κάνει ακριβώς το ίδιο. Όταν ο στρατιώτης στέκεται πια κάτω από τον Σταυρό του Ιησού, η Πασχαλίτσα παγώνει.
«Είναι δυνατόν να του κάνετε κάτι τέτοιο;» φωνάζει μ’ όλη της τη δύναμη, «Ούτε νεκρό δεν τον αφήνετε να ησυχάσει»;
Ο στρατιώτης κοντοστέκεται, γυρίζει προς τους υπόλοιπους και λέει:
«Αυτός είναι ήδη νεκρός. Δεν χρειάζεται να του σπάσω τα κόκκαλα».
Η Πασχαλίτσα κοιτάζει με αγωνία τους Αρχιερείς και τους πρεσβυτέρους που μιλάνε μεταξύ τους χαμηλόφωνα αλλά με ένταση. Ο Εκατόνταρχος, που είναι ο υπεύθυνος Ρωμαίος αξιωματικός της πομπής αυτής, βλέπει την ανησυχία στα πρόσωπα τους και για να τους αποδείξει ότι είναι νεκρός και να τους καθησυχάσει, αρπάζει μία λόγχη και την καρφώνει στα πλευρά του Ιησού. Αίμα και νερό τρέχει από το άψυχο σώμα Του και οι Αρχιερείς με τους πρεσβύτερους ξεκινάνε να φύγουν με την ικανοποίηση ζωγραφισμένη στα πρόσωπα τους, ήσυχοι πια ότι ο Ιησούς είναι νεκρός.
Η ώρα περνάει αργά και βασανιστικά. Ένα ανοιγοκλείσιμο των ματιών της Πασχαλίτσας την οδηγεί στο παλάτι του Πιλάτου. Να τος, κάθεται σκεπτικός σε μία πολυθρόνα και πίνει κρασί σ’ ένα πολύ μεγάλο ποτήρι. Γύρω του άνθρωποι πολλοί, αυτός όμως φαίνεται χαμένος στις σκέψεις του. Ένας υπηρέτης διακόπτει τις σκέψεις του, φέρνοντας του έναν πολύ σημαντικό επισκέπτη.
«Αυτός είναι ο Ιωσήφ από την Αριμαθαία, ο βουλευτής, πολύ πλούσιος άνθρωπος και κρυφός μαθητής του Χριστού», σκέφτεται η Πασχαλίτσα και αμέσως άλλη μία σκέψη περνά από το μυαλό της που την σοκάρει: «Εγώ πώς τα ξέρω αυτά; Αυτόν τον άνθρωπο δεν τον έχω συναντήσει ποτέ και δεν έχω ακούσει κανένα να μιλά γι’ αυτόν.»
Η φωνή του Ιωσήφ που μιλάει στον Πιλάτο διακόπτει τον συλλογισμό της…
– «Ξέρεις ότι Αυτόν τον άνθρωπο Τον κυνηγούσαν μόνο από φθόνο και ότι ήταν αγαθός και δίκαιος άνθρωπος. Τώρα που πέθανε, σε παρακαλώ, δώσε μου την άδεια να πάρω το Σώμα Του και να το τοποθετήσω σε τάφο όπως πρέπει.»
– «Πέθανε; Τόσο γρήγορα;» ρωτάει ο Πιλάτος γεμάτος απορία. «Φέρτε μου εδώ τον εκατόνταρχο που ήταν υπεύθυνος της πομπής.»
Και αφού κι αυτός του επιβεβαιώνει ότι ο Ιησούς ήταν ήδη νεκρός, γυρίζει προς τον Ιωσήφ και του λέει:
– «Σου χαρίζω αυτό το Σώμα… μπορείς να το κάνεις ό,τι θέλεις.»
Ένας δυνατός θόρυβος πάνω από το κεφαλάκι της Πασχαλίτσας την ταρακουνάει… Ένας άνδρας με ένα σφυρί πάνω σε μία σκάλα βγάζει τα καρφιά από τα χέρια του Ιησού. Το άψυχο σώμα Του γέρνει και πέφτει στην αγκαλιά του Ιωσήφ ο οποίος το συγκρατεί από τις μασχάλες όσο ο άνδρας βγάζει τα καρφιά από τα πόδια του Ιησού. Η Πασχαλίτσα τρομαγμένη πετάει και κάθεται στον δεξί ώμο αυτού του άντρα.
Ο Ιωάννης, η μητέρα του και η Μαρία η Μαγδαληνή βοηθούν τον Ιωσήφ να τυλίξει το σώμα με ένα καθαρό καινούργιο σεντόνι. Η Παναγία, με τα δάκρια της ξεπλένει το σώμα του παιδιού της από τα αίματα και με τα χέρια της το χαϊδεύει. Ο πόνος της είναι αβάστακτος. Μόνο μία μάνα μπορεί να καταλάβει πόσο μεγάλος είναι αυτός ο πόνος, όταν με τα χέρια της αγγίζει το άψυχο σώμα του νεκρού παιδιού της. Όλοι γύρω μένουν βουβοί. Αφήνουν για λίγο αυτή τη μάνα να αποχαιρετίσει το παιδί της. Η Παναγία μένει σιωπηλή να κοιτάζει το γεμάτο αίμα πρόσωπο του γιού της. Μέσα στην απόλυτη σιωπή, η Πασχαλίτσα διακρίνει μια τρεμάμενη φωνή που έρχεται από το μέρος της Παναγίας. Τα χείλη της δεν κουνιούνται, όμως η Πασχαλίτσα είναι βέβαιη ότι την ακούει να μονολογεί:
«Γιατί με αφήνεις μόνη; Γιατί με αναγκάζεις να Σε αποχωριστώ; Ήσουν η έγνοια μου. Ήσουν η ελπίδα μου. Ήσουν η προσδοκία μου. Ήσουν ο γιος μου κι ο πατέρας μου. Ήσουν αυτός που με φρόντιζε και με πρόσεχε, ο ευεργέτης μου. Ήσουν ο Θεός μου. Και τώρα ποιος θα είναι όλα αυτά αντί για σένα; Όταν σε γέννησα σε πήρα στην αγκαλιά μου, κοίταζα τα ματάκια σου, τη μυτούλα σου, τα χειλάκια σου και τώρα σ’ έχω αγκαλιά και κοιτάζω τα κλειστά για πάντα μάτια σου, τα ματωμένα χείλη σου. Σε γέννησα χωρίς να πονέσω καθόλου μα ο πόνος τώρα που σε αποχαιρετώ είναι αβάστακτος. Θυμάσαι όταν μεγάλωνες; Σε πρόσεχα πολύ μην μου πέσεις, μην μου κοπείς, μην μου χτυπήσεις, δεν ήθελα να πονάς… Και τώρα σε κρατάω στα χέρια μου, κομμένο, χτυπημένο και χωρίς πνοή, μια πνοή που χάθηκε μέσα σε πολλούς και φρικτούς πόνους. Όταν έγινες άντρας πόσο πολύ χαιρόμουνα, και τώρα αντί για χαρά έχω λύπη, αντί για ευφροσύνη έχω πίκρα, αντί για αγαλλίαση νιώθω πόνο, αντί για ευτυχία νιώθω ανείπωτη δυστυχία. Πού είναι τώρα ο Αρχάγγελος Γαβριήλ που μου είπε «Χαίρε»…; Που μου είπε ότι θα είσαι Βασιλιάς και εγώ στα χέρια μου έχω έναν κατάδικο, που μου είπε ότι η Βασιλεία σου δεν θα έχει τέλος και εγώ στα χέρια μου κρατώ το άψυχο κορμί Σου. Πού είναι ο Πέτρος, που μέχρι χθες έλεγε ότι θα πεθάνει μαζί σου; Εξαφανισμένος. Κρυμμένος… Πού είναι οι μαθητές σου; Εξαφανισμένοι όλοι. Μόνο ο Ιωάννης είναι εδώ. Γιέ μου, σε παρακαλώ άνοιξε το Άγιο Σου στόμα και παρηγόρησε με, άνοιξε τα μάτια σου και κοίτα τα δικά μου που είναι γεμάτα δάκρυα από τον πόνο που νιώθω για τον χαμό σου. Η ώρα πέρασε και πρέπει να σε οδηγήσουν στον τάφο… Μα ούτε να σε φροντίσω όπως σου αξίζει δεν μου επιτρέπεται, ούτε να σε κλάψω όπως η καρδιά μου θέλει μπορώ. Είναι η τελευταία φορά που αγγίζω το Άχραντο σου σώμα αλλά ξέρω… Συγχώρεσέ με, είμαι άνθρωπος και πονώ… είμαι μάνα και την καρδιά μου την έχουν ξεριζώσει. Πήγαινε παιδί μου… Κάνε αυτό που ήρθες να κάνεις… Κατέβα στον Άδη. Λύτρωσε τις ψυχές των προπατόρων μας. Αναστήσου σε τρεις μέρες και φανερώσου σ’ αυτούς που αγαπάς… Αναστήσου… Νίκησε τον θάνατο, καταπάτησε τη δύναμη των πονηρών δαιμόνων, αλλά και πάλι φανερώσου στη μητέρα σου που τόσο πολύ αγαπάς. Το ξέρω ότι γεννήθηκες για να σταυρωθείς και σταυρώθηκες για να πεθάνεις. Όλα αυτά για τη σωτηρία των ανθρώπων. Αλλά σε μένα άφησες μεγάλη λύπη. Μπορεί να κάνεις μόνο τρεις μέρες στον Άδη αλλά εμένα μου φαίνονται αιώνες… Αναστήσου αγαπημένε μου, γιατί γι’ αυτό γεννήθηκες, αναστήσου για να πάρεις λίγο από τον αβάστακτο πόνο που έφερε ο θάνατος Σου.»
Κανένας δεν μιλάει… Κανένας δεν κουνιέται… Οι καρδιές όλων, έχουν γίνει χίλια κομμάτια… Τα δάκρυα τους ποτίζουν το άψυχο σώμα του Ιησού και η Πασχαλίτσα αναρωτιέται: «Την ακούσανε κι άλλοι;»
Ένας θόρυβος σπάει την ησυχία της νύχτας. Ένας άνδρας πλησιάζει πολύ προσεκτικά. Κοιτάζει συνεχώς γύρω του μην τον δει κανείς. Τα ρούχα του δείχνουν ότι είναι κάποιος άρχοντας… κάποιος Φαρισαίος. Κάτι κρατάει στα χέρια του.
– «Αυτός είναι ο Νικόδημος ο Φαρισαίος κι αυτός κρυφός μαθητής του Χριστού. Φέρνει μαζί του ένα μείγμα από Σμύρνα και αλόη», λέει ο Γέροντας στην Πασχαλίτσα, η οποία για ακόμη μία φορά τρομάζει γιατί δεν είχε καταλάβει ότι καθόταν στον δικό του ώμο. Και συνεχίζει: «Με το μείγμα αυτό θα αλείψουν τον νεκρό ώστε να κολλήσει καλά το σεντόνι (το σάβανο) πάνω στο Σώμα Του.»
Ο Ιωσήφ και ο Νικόδημος κουβαλούν το άψυχο σώμα του Χριστού τυλιγμένο με το σεντόνι. Τους ακολουθούν ο Ιωάννης με την μισολιπόθυμη Παναγία στην αγκαλιά του, η Μαρία η Μαγδαληνή, η μητέρα του Ιωάννη, ο Γέροντας και η Πασχαλίτσα. Μπαίνουν σε έναν κήπο και κατευθύνονται προς έναν τάφο που είναι σκαλισμένος πάνω σ’ ένα βράχο. Έναν τάφο που δεν είχε ξαναχρησιμοποιηθεί ποτέ. Βάζουν το Σώμα του Ιησού μέσα και σφραγίζουν την είσοδο με μία πάρα πολύ μεγάλη και βαριά πέτρα. Με την τοποθέτηση της πέτρας στη είσοδο του τάφου, η Πασχαλίτσα κλείνει σφιχτά τα μάτια της κι ένα καυτό δάκρυ κυλάει στο μάγουλό της.
Όταν μετά από αρκετή ώρα ανοίγει τα μάτια της, βρίσκεται και πάλι στο γνωστό μεγάλο δωμάτιο του Πιλάτου. Αυτή τη φορά μιλάει με Αρχιερείς και Φαρισαίους και φαίνεται πολύ προβληματισμένος. Ακούει έναν Αρχιερέα να λέει:
– «Εάν δεν ήταν τόσο σοβαρό, δεν θα ερχόμασταν σε σένα ανήμερα το Πάσχα. Θυμηθήκαμε όμως, πως εκείνος ο λαοπλάνος, όταν ακόμα ζούσε είπε: «Μετά από τρεις μέρες θα αναστηθώ.». Δώσε διαταγή λοιπόν να πάει φρουρά να φυλάει τον τάφο αυτές τις ημέρες, μήπως έρθουν οι μαθητές Του και κλέψουν το σώμα και έπειτα διαδώσουν ότι αναστήθηκε από νεκρός. Και αυτή η τελευταία πλάνη του λαού θα είναι χειρότερη από την πρώτη.»
Ακούγοντας αυτά ο Πιλάτος διατάζει: «Πάρτε φρουρά, πηγαίνετε και φυλάξτε τον τάφο, όπως νομίζετε καλύτερα».
Με ένα ανοιγοκλείσιμο των ματιών της, η Πασχαλίτσα και ο Γέροντας βρίσκονται πάλι έξω από τον τάφο. Οι Αρχιερείς και οι Φαρισαίοι με τα ίδια τους τα χέρια σφραγίζουν τον τάφο όσο καλύτερα μπορούν και φεύγουν αφήνοντας τους στρατιώτες να τον φρουρούν.
– «Να ρωτήσω κάτι»; λέει η Πασχαλίτσα στον Γέροντα
– «Σ’ ακούω. Πες μου…»
– «Το σώμα του Χριστού βρίσκεται μέσα σ’ αυτόν τον τάφο, αλλά εμείς ξέρουμε ότι τρεις ημέρες μετά τον θάνατο του θα αναστηθεί… Πάνω στον σταυρό άκουσα με τα ίδια μου τα αυτιά τον Χριστό να λέει στον πατέρα του ότι του παραδίδει το πνεύμα Του. Αυτό σημαίνει ότι αυτές τις τρεις ημέρες ο Χριστός θα βρίσκεται με τον πατέρα του;»
– «Όχι», της απαντά ξερά ο Γέροντας, εμφανώς προβληματισμένος. «Άκου… ό,τι και να σου πω είναι πολύ δύσκολο για να το καταλάβεις, τόσο εσύ όσο και πολλοί άνθρωποι που κάποια στιγμή θα διαβάζουν την ιστορία σου, που κάποιος θα γράψει. Ξέρω ότι ο Χριστός, λίγο πριν ξεψυχήσει κάτι είπε στο αυτάκι σου…»
– «Ναι, μου είπε ένα Μεγάλο Μυστικό!» λέει ενθουσιασμένη.
– «Από τη στιγμή που είναι Μυστικό, σημαίνει ότι δεν το ξέρει κανείς. Ούτε καν εγώ.»
– «Μπορεί… Δεν ξέρω.»
– «Κοίτα μήπως μπορέσεις να χρησιμοποιήσεις το Μεγάλο Μυστικό για να σου λυθούν κάποιες απορίες σου. Να θυμάσαι ότι τίποτε μα τίποτε δεν είναι τυχαίο.»
Η Πασχαλίτσα πετάει πάνω στη μεγάλη πέτρα που σφράγιζε τον τάφο, κλείνει τα ματάκια της και προσπαθεί να επαναφέρει την ανάμνηση του συναισθήματος, τη στιγμή που ο Χριστός ψιθύριζε στο αυτάκι της το Μεγάλο Μυστικό.
Το τοπίο αλλάζει. Βρίσκεται σ’ ένα πολύ περίεργο μέρος, που όμοιο του δεν έχει ξαναδεί αλλά και δεν υπάρχουν λόγια να το περιγράψουν. Νιώθει την καρδούλα της να παγώνει. Μπροστά της βλέπει τεράστιες πόρτες κλειδαμπαρωμένες. Ξαφνικά ακούει από πίσω της ψαλμωδίες. Γυρίζει το κεφαλάκι της και βλέπει κάτι πολύ φωτεινό να πλησιάζει. Προσπαθεί να διακρίνει. Το φως είναι πάρα πολύ έντονο. Νομίζει ότι η πηγή του φωτός είναι… ο Χριστός που έρχεται προς το μέρος της, αλλά δεν είναι και πολύ σίγουρη. Δεν έχει ξαναδεί τόσο δυνατό και τόσο παράξενο φως. Διάφορα πραγματάκια πετούν γύρω του. Το φως την προσπερνά και πηγαίνει προς εκείνες τις μεγάλες πόρτες.
Η Πασχαλίτσα ακούει πολλές φωνές που, ενωμένες σαν μία, λένε επιτακτικά:
– «Ανοίξτε τις πύλες για να περάσει ο Βασιλιάς της Δόξης.»
– «Ποιος είναι αυτός ο Βασιλιάς της Δόξης;» ακούγονται μερικές τρομαγμένες φωνές από την άλλη πλευρά.
– «Είναι ο Κύριος όλων των Δυνάμεων. Αυτός είναι ο βασιλιάς της Δόξης.»
Και ξαφνικά, οι τεράστιες αυτές πόρτες γίνονται χίλια κομμάτια. Κι όλο αυτό το φως μπαίνει μέσα. Η Πασχαλίτσα το ακολουθεί και νομίζει ότι βλέπει τον Χριστό να μιλά με τον Αβραάμ, με τον Ισαάκ, τον Ιακώβ, τον Μωυσή, με τον Ιωάννη τον Πρόδρομο, με τον Συμεών, με τον ληστή που είχε σταυρωθεί μαζί του, με πάρα πολλούς ανθρώπους.
Κι όπως πετάει ακολουθώντας το φως, νομίζει ότι βλέπει … τον Αδάμ και την Εύα. Το φως στρέφεται προς το μέρος τους. Όσο περισσότερο κοιτάει προς το φως, τόσο περισσότερο νομίζει ότι είναι ο Χριστός. Νομίζει ότι ακούει:
– «Σήκω Αδάμ… εσένα που σε έπλασα με τα ίδια μου τα χέρια. Σήκω, άφησε πίσω σου τη θλίψη και έλα στη χαρά, άφησε πίσω σου την λύπη και έλα στην αγαλλίαση. Ο Παράδεισος σε περιμένει. Το ξύλο της γνώσεως που έγινε αφορμή για να πέσεις, τώρα είναι πλέον έτοιμο για σένα. Για σένα γεννήθηκα, για σένα ταπεινώθηκα, για σένα χτυπήθηκα, για σένα μαστιγώθηκα, για σένα σταυρώθηκα, για σένα πέθανα ως άνθρωπος, για να σώσω και εσένα αλλά και όλους όσους προέρχονται από σένα, που κατάντησαν να βρίσκονται στη θέση αυτή από τη δική σου παρακοή.»
Ο Αδάμ, χωρίς δεύτερη σκέψη, σηκώνεται και πηγαίνει προς το φως και όσο περισσότερο το πλησιάζει, τόσο πιο φωτεινός γίνεται… Τόσο φωτεινός που τώρα δεν διακρίνεται καν, γιατί είναι ένα με το φως…
Η Πασχαλίτσα βέβαια βλέπει και άλλους πολλούς, που όταν το φως τους πλησιάζει, αυτοί κλείνουν τα μάτια και τρέχουν μακριά…
Η εμπειρία της σ’ αυτό το μέρος δεν μοιάζει με καμία άλλη. Και είναι τόσο σίγουρη ότι δεν θα ξαναζήσει κάτι παρόμοιο ποτέ. Είδε και πολλά άλλα πράγματα που, για πολλούς λόγους, δεν γίνεται να περιγραφούν εδώ…
Μία αίσθηση ελευθερίας απλώνεται σ’ όλο της το κορμί, γεμίζει την καρδιά της, ανοίγει το μυαλό της… Μία αίσθηση ελευθερίας χωρίς όρια και περιορισμούς.
Κλείνει τα μάτια της και αφήνεται σ’ αυτή την αίσθηση. Όταν τα ανοίγει, είναι και πάλι στην αγκαλιά του γέροντα.
– «Πόσο χρονών πέθανε ο Χριστός;» τον ρωτάει.
– «33 χρονών», απαντά ο γέροντας, ξαφνιασμένος από την ερώτηση της.
– «Άρα για 33 χρόνια κήρυττε στους ανθρώπους πάνω στη γη.»
– «Ναι» απαντά ο Γέροντας προσπαθώντας να καταλάβει που το πήγαινε.
– «Ξέρεις πόσες ώρες κήρυξε ο Χριστός στους νεκρούς στον Άδη;» ρωτάει ξανά, και χωρίς να περιμένει απάντηση λέει… «33».
Ο γέροντας ακούει την Πασχαλίτσα να μονολογεί: «33 χρόνια κήρυξε σε ζωντανούς και 33 ώρες κήρυξε σε νεκρούς… Τίποτα, δεν είναι τυχαίο.»
Τεντώνει τα φτερά της για να ξεμουδιάσουν, μα το βλέμμα της είναι καρφωμένο πάνω στη μεγάλη πέτρα που σφραγίζει τον τάφο. Μια ηρεμία, μια γαλήνη έχει απλωθεί μέσα στο σώμα της. Γυρίζει το βλέμμα της, προς τον Γέροντα και τον ρωτάει:
– «Γιατί εμένα»;
– «Εσύ … επιλέχθηκες» της απαντά
– «Γιατί»; Ρωτάει ξανά.
– «Ξέρεις…»
– «Ξέρω άραγε»;
– «Άλλωστε μην ξεχνάς, ότι εσύ η ίδια μου είχες πει ότι σου αρέσουν πολύ τα ταξίδια. Σ’ αυτό το ταξίδι σου έχει μείνει ακόμα μία μέρα μόνο, οπότε μην βιάζεσαι».
Συνεχίζεται…