Το πρωί ο Γέροντας ξύπνησε πρώτος. Έβαλε ένα κούτσουρο στη φωτιά, άναψε το θυμιατό και πήγε να ξυπνήσει την Πασχαλίτσα.
– «Ξύπνα, είναι ώρα για την πρωινή μας προσευχή.»
– «Άσε με λίγο ακόμα… 5 λεπτάκια μόνο.»
– «Σήκω δεν θα προλάβουμε, η σημερινή ημέρα έχει πάρα πολλή δουλειά.»
Με πολύ μεγάλη δυσκολία, σηκώνεται από το μικρό της κρεβατάκι και λέει…
– «Δεν κοιμήθηκα καλά όλο το βράδυ, έβλεπα εφιάλτες, έβλεπα συνεχώς τον Ιούδα, μια την εικόνα που σκοτώνει τον αδελφό του, μια την εικόνα που σκοτώνει τον πατέρα του, μια την εικόνα που κρεμάστηκε…»
Ο Γέροντας την ακούει χωρίς να σχολιάζει. Πάει στη γνωστή του θέση ανάμεσα από τις δύο εικόνες και την καλεί δείχνοντας της ένα σημείο ακριβώς μπροστά του για να καθίσει.
– «Από σήμερα ο χρόνος της προσευχής μας θα αυξηθεί κατά πολύ. Τόσο η σημερινή ημέρα, όσο και οι δύο επόμενες θα έλεγα ότι είναι οι πιο δύσκολες και οι πιο επίπονες ημέρες του ταξιδιού μας. Ελπίζω να είσαι έτοιμη.»
– «Φυσικά και είμαι… και ανυπομονώ να τις ζήσω», απάντησε η Πασχαλίτσα κοιτώντας τον στα μάτια, όμως το βλέμμα της δεν έπειθε ούτε τον ίδιο της τον εαυτό.
– «Είσαι πολύ κουρασμένη εεεε;;;;», της είπε ο Γέροντας χαϊδεύοντας την με το δάκτυλό του.
Εδώ που τα λέμε, για την μικρή μας Πασχαλίτσα, η ζωή δεν ήταν και εύκολη τις τελευταίες μέρες. Κοιμόταν πολύ λίγο, έτρωγε πολύ λίγο, ταξίδευε όπως δεν είχε ταξιδέψει ποτέ στη ζωή της, βίωνε πολλά και διαφορετικά πράγματα καθημερινά, καταβάλλοντας μεγάλη προσπάθεια για να μπορέσει να τα τακτοποιήσει όλα αυτά μέσα στο μυαλό και μέσα στη καρδιά της.
– «Ναι, είμαι πολύ κουρασμένη στο σώμα», ψέλλισε η Πασχαλίτσα, «αλλά η ψυχή μου διψάει να μαθαίνει», συμπλήρωσε προσπαθώντας να μαζέψει δυνάμεις.
Ο Γέροντας χαμογέλασε και έστρεψε τα μάτια του στο βιβλίο που κρατούσε αρχίζοντας να διαβάζει. Καθ΄ όλη τη διάρκεια της πρωινής τους προσευχής, η Πασχαλίτσα έκανε προσπάθεια να συγκεντρωθεί, αλλά και να κρατήσει τα μάτια της ανοικτά. Μέσα στο μικροσκοπικό της κεφαλάκι γινόταν μάχη.
Η μία της πλευρά έλεγε:
«Έλα… κοιμήσου λιγουλάκι, είσαι πολύ κουρασμένη και σήμερα θα έχεις μια ακόμα πολύ δύσκολη ημέρα.»
Η άλλη της πλευρά έλεγε:
«Έλα προσευχήσου, επικοινώνησε με τον Χριστό, ζήσε αυτές τις μοναδικές εμπειρίες.»
Και η μάχη καλά κρατούσε…
«Ναι, αλλά για να μπορέσεις να τα βιώσεις όλα αυτά, θα πρέπει να είσαι ξεκούραστη, κοιμήσου λίγο!»
«Όχι! Δεν μπορείς να κοιμηθείς! Δεν είναι δυνατόν το σώμα σου να επιβάλλεται στο πνεύμα σου…»
Κάποιες στιγμές την έπαιρνε ο ύπνος, αλλά ο Γέροντας, λες και το καταλάβαινε, εκεί που διάβαζε, ύψωνε απότομα την φωνή του και αυτό την ξυπνούσε.
Όταν κάποια στιγμή τελείωσε η διαδικασία της πρωινής προσευχής, ο Γέροντας σηκώνεται και βγαίνει έξω από τη σπηλιά. Η Πασχαλίτσα κουνάει με όση δύναμη της είχε απομείνει τα φτερά της για να τον προφτάσει. Ο ήλιος είχε ήδη ανατείλει και η φύση είχε ξυπνήσει για τα καλά. Ήταν μια πολύ όμορφη ημέρα.
– «Σήμερα, θα ξεκινήσεις την ημέρα σου με μία άσκηση», της λέει.
– «Ναιιιι… το θέλω, μου αρέσουν πολύ οι ασκήσεις», απαντά ενθουσιασμένη η Πασχαλίτσα.
– «Θα καθίσεις πάνω σε αυτό το τραπέζι», της λέει, και την οδηγεί στο μεγάλο τραπέζι που υπήρχε ακριβώς έξω από την σπηλιά, εκείνο με τα έξι κούτσουρα για καρέκλες.
– «Ωραία και τι θα κάνω;»
– «Ακριβώς… ΤΙΠΟΤΑ.»
– «Τί εννοείς ΤΙΠΟΤΑ;» ρωτάει η Πασχαλίτσα με την απορία εμφανώς ζωγραφισμένη στο πρόσωπο της.
– «Τίποτα σημαίνει Τίποτα. Δεν θα κουνιέσαι, δεν θα μιλάς, δεν θα σκέφτεσαι, δεν θα προσεύχεσαι… Δεν θα κάνεις τίποτα απολύτως.»
– «Και πώς είναι δυνατόν να μην σκέφτομαι τίποτα. Κι αν έρθει μία σκέψη στο μυαλό μου τί θα την κάνω;»
– «Τίποτα», της λέει και πάλι ο γέροντας, «όπως θα σου έρθει στο μυαλό, έτσι θα την αφήσεις και να φύγει, δεν θα ασχοληθείς καθόλου μαζί της.»
– «Τα μάτια θα τα έχω κλειστά ή ανοικτά;»
– «Δεν έχει σημασία. Εάν θέλεις να τα έχεις ανοικτά… κράτα τα ανοικτά, εάν θέλεις να τα κλείσεις… κλείστα. Απλά πρόσεξε ΜΗΝ ΣΕ ΠΑΡΕΙ Ο ΥΠΝΟΣ, είναι πολύ σημαντικό αυτό!»
«Περίεργη κι αυτή η άσκηση», σκέφτηκε… «Τουλάχιστον μοιάζει πολύ ξεκούραστη.»
– «Είσαι έτοιμη;», ρωτάει ο Γέροντας. «Ξεκινάμε!!!»
Η Πασχαλίτσα μένει εκεί, όπως της είχε πει, ακίνητη. Επιλέγει να κρατήσει τα μάτια της ανοικτά, επικεντρώνοντας το βλέμμα της σ’ ένα μεγάλο δένδρο που βρισκόταν ακριβώς απέναντι της. Κάθε φορά που μία σκέψη της έρχεται στο μυαλό, δεν της δίνει καθόλου σημασία, απλά την αφήνει να την προσπεράσει. Δεν περναέι πολύ ώρα και το σωματάκι της αρχίζει να μουδιάζει. Όμως, ακόμα και τη σκέψη του μουδιάσματος, την αφήνει να προσπεράσει…
– «Τι σου είπα;», ακούει τον Γέροντα να της φωνάζει. «Δεν σου είπα, ότι δεν πρέπει να κοιμηθείς;»
Η Πασχαλίτσα ούτε που κατάλαβε πότε έκλεισε τα μάτια, πότε κοιμήθηκε…, άλλωστε ο Γέροντας της είχε πει να μην σκέφτεται…
– «Πάλι κοιμήθηκες;» ακούει τον Γέροντα να της φωνάζει για δεύτερη φορά. «Δεν μπορείς να μείνεις ξύπνια; Σου είπα ότι είναι πολύ σημαντικό να μην σε πάρει ο ύπνος!»
Μα και πάλι ούτε που κατάλαβε πώς και πότε την πήρε ο ύπνος.
«Εντάξει, μάλλον είναι η κούραση, είναι που δεν κουνιέμαι…, που δεν μπορώ ούτε να σκεφτώ, ούτε βέβαια να κοιμηθώ… πφφφφφ… τελικά είναι πολύ δύσκολη άσκηση αυτή. Ξανά… πάλι από την αρχή…», σκέφτηκε η Πασχαλίτσα και επέστρεψε στην άσκηση της.
– «Έλα… σήκω… φθάνει… δεν θα προλάβουμε…» ακούει τον Γέροντα να της λέει και να χαϊδεύει με το δάκτυλο του τα μικρά της έλυτρα.
– «Μαααααα, γιατί; Τί έγινε; Πάλι με πήρε ο ύπνος; Συγνώμη, δεν το έκανα επίτηδες… δεν κατάλαβα πώς έγινε… ήθελα πάρα πολύ να καταφέρω να κάνω την άσκηση σωστά…» είπε η Πασχαλίτσα, φανερά στεναχωρημένη.
– «Εμμμ…», ψελλίζει ο Γέροντας, «το πνεύμα σου ναι μεν ήταν πρόθυμο, αλλά η σάρκα σου ανίσχυρη.»
Στη διαδρομή προς το εκκλησάκι η Πασχαλίτσα δεν είπε κουβέντα. Ήταν η πρώτη φορά που απέτυχε σε άσκηση και αυτό την είχε πληγώσει πολύ. Σε όλο το δρόμο, προσευχόταν λοιπόν στο Θεό να της δίνει περισσότερη δύναμη για να μπορεί το πνεύμα της να επιβάλλεται στη σάρκα της.
Φθάσανε στο εκκλησάκι, λίγο αργοπορημένοι. Η ακολουθία είχε ήδη αρχίσει. Μπαίνουν μέσα, ο Γέροντας κάνει για ακόμη μία φορά τις περίεργες μετάνοιες του μπροστά από κάθε εικόνα και κάθεται στη συνηθισμένη γωνιά του. Αυτή τη φορά, γονατιστός, με το μέτωπο του να ακουμπάει στο ξύλινο πάτωμα. Η Πασχαλίτσα πετάει και παίρνει θέση στην πλάτη του. Κλείνει τα μάτια της και συγκεντρώνεται στο φως της καρδιάς της, παρακολουθώντας παράλληλα όλα αυτά που έψελναν ο Παππούλης και ο υποτακτικός του. Το φως στην καρδούλα της άρχισε να μεγαλώνει. Όσο περισσότερο εστιαζόταν, τόσο αυτό μεγάλωνε και είχε γεμίσει τώρα όλο το σωματάκι της. Συνέχισε να εστιάζεται στο φως… και αυτό συνέχισε να μεγαλώνει… τώρα είχε πλημμυρίσει ολόκληρο το εκκλησάκι. Και συνέχισε να εστιάζεται στο φως… και αυτό συνέχισε να μεγαλώνει και τώρα να, είχε γεμίσει ολόκληρο το μαγικό βουνό… Και όσο εκείνη συνέχιζε να εστιάζεται στο φως… συνέχιζε κι εκείνο να μεγαλώνει και τώρα ολόκληρη η γη ήταν μία φωτεινή μπάλα… Και συνέχισε… μέχρι που τα πάντα έγιναν φως!!! Αυτή η αίσθηση του «ΕΝΑ με ΟΛΑ», γνώριμη πια. Άχρονη… Άτοπη…
Ξαφνικά, νιώθει το λευκό φως να μειώνει σταδιακά την ένταση του, να την μειώνει, να την μειώνει, να την μειώνει μέχρι που σβήνει εντελώς. Ανοίγει τα μάτια της, και βλέπει ότι βρίσκεται στην αγκαλιά του Γέροντα, μέσα σ’ ένα πολύ μεγάλο δωμάτιο, με πολύ λίγα έπιπλα. Το χαρακτηριστικότερο όλων, ήταν ένα πολύ μεγάλο τραπέζι με 13 καρέκλες γύρω του. Φαινόταν ότι κάποιος το είχε ετοιμάσει και περίμενε τους καλεσμένους του. Ένας άνδρας, μεγάλος σε ηλικία, μπαίνει στο δωμάτιο με μία λαμπάδα και αρχίζει να ανάβει τα πολλά κεριά που ήταν ομοιόμορφα τοποθετημένα μέσα σ’ αυτό, μια και η νύχτα είχε ήδη πέσει για τα καλά. Όταν τελείωσε, έριξε μία τελευταία ματιά στο χώρο και αφού βεβαιώθηκε ότι όλα ήταν εντάξει, άνοιξε την πόρτα και έφυγε.
– «Αυτός είναι ο Ζεβεδαίος, ο πατέρας του Ιωάννη, του μαθητή του Χριστού.» λέει ο Γέροντας.
Πριν προλάβει να ολοκληρώσει τη φράση του, ανοίγει η πόρτα και μπαίνουν μέσα ο Χριστός με τους δώδεκα μαθητές Του. Γι’ αυτούς είχε ετοιμαστεί το Δείπνο. Πριν ξεκινήσουν να τρώνε, σηκώνεται ο Χριστός, βγάζει το πανωφόρι Του, παίρνει μία ποδιά που υπήρχε εκεί, την φοράει στη μέση, παίρνει μία λεκάνη και μία κανάτα νερό και αρχίζει να πλένει τα πόδια των μαθητών Του. Ξεκίνησε από τον Ιούδα, ο οποίος δέχθηκε με πολύ χαρά την κίνηση αυτή του Χριστού και συνέχισε με τον Πέτρο, ο οποίος νευριασμένος από την αυθάδεια του Ιούδα, (δεν τον συμπαθούσε και ιδιαίτερα) αντέδρασε, λέγοντας Του:
«Κύριε, Εσύ θα πλύνεις τα δικά μου πόδια;… Ούτε στον αιώνα τον άπαντα».
Ο Χριστός τον κοιτάει στα μάτια με αυστηρότητα και του απαντά:
«Αυτό που κάνω Εγώ τώρα, εσύ δεν μπορείς να το καταλάβεις ακόμη. Θα το καταλάβεις όμως αργότερα. Αν δεν σου πλύνω τα πόδια, δεν έχεις καμία θέση κοντά Μου.»
Ο Πέτρος κατέβασε το κεφάλι απογοητευμένος από τον εαυτό του για την επιπόλαιη αντίδραση του και ψελλίζει:
«Κύριε, όχι μόνο τα πόδια μου, αλλά και τα χέρια μου και το κεφάλι μου να πλύνεις.»
Και ο Χριστός για μία ακόμα φορά απαντάει:
«Εκείνος που είναι λουσμένος, δεν έχει ανάγκη παρά να πλύνει τα πόδια του μόνο, που λερώνονται. Το υπόλοιπο σώμα είναι καθαρό. Και εσείς είστε καθαροί… όχι βέβαια όλοι.»
Η Πασχαλίτσα γυρίζει στο Γέροντα και του λέει:
– «Αυτό το κατάλαβα…, όταν ο Χριστός είπε «εσείς είστε καθαροί» εννοούσε πνευματικά καθαροί και όταν είπε «όχι όλοι», εννοούσε τον Ιούδα που θα τον προδώσει. Σωστά;»
– «Σωστά.» είπε ο γέροντας χωρίς να πάρει τα μάτια του από το πλύσιμο των ποδιών του Πέτρου.
Όταν ο Χριστός τελείωσε με όλους τους μαθητές, σηκώθηκε, έβγαλε την ποδιά, φόρεσε το πανωφόρι Του και ξαναπήρε τη θέση Του στο κέντρο του τραπεζιού, λέγοντας στους μαθητές:
«Εσείς με φωνάζετε Δάσκαλο και Κύριο σας. Και πολύ καλά κάνετε, μια και είμαι. Αν λοιπόν εγώ που είμαι ο Κύριος και ο Δάσκαλος, σας έπλυνα τα πόδια, το ίδιο οφείλετε να κάνετε κι εσείς ο ένας στον άλλο. Όπως εγώ φέρθηκα με αγάπη και ταπεινοφροσύνη προς εσάς, έτσι να κάνετε κι εσείς. Όλα αυτά βέβαια που λέω δεν τα λέω για όλους» και ανέφερε ότι κάποιος από τους μαθητές Του θα τον παραδώσει στους εχθρούς.»
Αναταραχή μέσα στο δωμάτιο. Ο ένας μαθητής κοιτούσε τον άλλον με την έκπληξη ζωγραφισμένη στα μάτια και όλοι αναρωτιόντουσαν… «Μήπως είμαι εγώ; … Μήπως είμαι εγώ; … Μήπως είμαι εγώ;…»
Μια ανησυχία πλημύρισε και το σωματάκι της Πασχαλίτσας, παρόλο που ήξερε ήδη την απάντηση αφού ήταν παρούσα όταν ο Ιούδας κανόνιζε την προδοσία. Βλέπει τον Πέτρο να κάνει νόημα στον Ιωάννη που καθόταν δίπλα στον Χριστό για να Τον ρωτήσει ποιος είναι. Και Εκείνος του λέει:
«Είναι εκείνος στον οποίο Εγώ θα δώσω το κομμάτι του ψωμιού, αφού το βουτήξω στον ζωμό.»
– «Και γιατί δεν είπε κατευθείαν το όνομα του Ιούδα; Αφού το είπε που το είπε…», ρωτάει η Πασχαλίτσα τον Γέροντα.
– «Δεν ξέρω», της απαντά εκείνος, «προφανώς για να μην το καταλάβει ο Πέτρος. Έτσι θερμόαιμος που είναι, μπορεί να κάνει καμία φασαρία και να μην προλάβει…»
– «Τί να προλάβει;» ίσα που πρόλαβε να πει η Πασχαλίτσα και την διέκοψε για να δει προσεκτικά…
Ο Χριστός βούτηξε το ψωμί στο ζωμό και το έδωσε στον Ιούδα λέγοντας του: «Εκείνο που σκέπτεσαι να κάνεις, να το κάνεις όσο το δυνατόν γρηγορότερα.» Οι υπόλοιποι μαθητές δεν κατάλαβαν για ποιο λόγο τα είπε αυτά στον Ιούδα, ίσως γιατί πεινούσαν πολύ και είχαν πέσει με τα μούτρα στο φαΐ.
– «Πρόσεξε τώρα, τι θα γίνει εδώ…είναι πολύ σημαντικό» λέει ο Γέροντας.
Αυτή, τέντωσε όσο περισσότερο μπορούσε τις μικροσκοπικές τις κεραίες και περίμενε υπομονετικά. Δεν πέρασε πολύ ώρα και ο Χριστός πήρε στα χέρια Του το ψωμί, κοίταξε προς τον ουρανό, Ευχαρίστησε τον Πατέρα Του, το Ευλόγησε, το έκοψε κομμάτια και το μοίρασε στους μαθητές Του λέγοντας τους:
«Λάβετε, φάγετε, αυτό είναι το Σώμα μου, το οποίο μοιράζεται προς εξάλειψη των αμαρτιών.»
Στη συνέχεια πήρε το ποτήρι με το κρασί, κοίταξε προς τον ουρανό, Ευχαρίστησε και πάλι τον Πατέρα Του, το Ευλόγησε και έδωσε στους μαθητές Του να πιούν, λέγοντας τους:
«Πιείτε από αυτό όλοι. Αυτό είναι το Αίμα μου, με το οποίο σφραγίζω την Καινή Διαθήκη. Το αίμα μου που χύνεται προς εξάλειψη των αμαρτιών.»
– «Κι έτσι δόθηκε από τον ίδιο τον Χριστό η Θεία Κοινωνία σε εμάς», λέει ο Γέροντας στην Πασχαλίτσα.
– «Δηλαδή, εάν κατάλαβα καλά, κάθε φορά που κοινωνούμε βάζουμε μέσα μας τον ίδιο τον Χριστό;»
– «Έτσι ακριβώς, βάζουμε μέσα μας τον ίδιο τον Χριστό. Το κάθε κύτταρο του σώματος μας γίνεται ένα ολόγραμμα του ίδιου του Χριστού. Θυμήσου πώς ένιωσες όταν ο Χριστός σε κράτησε στα χέρια Του.»
Η Πασχαλίτσα έκλεισε τα ματάκια της, για μερικά λεπτά, προσπαθώντας να επαναφέρει την ανάμνηση του συναισθήματος εκείνης της στιγμής. Ένα δροσερό αεράκι χάιδεψε το πρόσωπο της. Ανοίγει τα μάτια της και βλέπει ότι καθόταν κάτω από μία μεγάλη ελιά στο χέρι του Γέροντα.
– «Το μέρος αυτό είναι γνωστό ως Κήπος της Γεσθημανής. Είναι στους πρόποδες του όρους των Ελαιών. Είναι από τα μέρη που αγαπάει πάρα πολύ ο Χριστός.»
Βήματα ακούστηκαν από πίσω τους. Τρόμαξε… ήταν και σκοτάδι… η καρδούλα της άρχισε να χτυπάει δυνατά. Ασυναίσθητα κρύφτηκε μέσα στα μαλλιά του Γέροντα και προσπαθούσε να διακρίνει ποιοι έρχονταν προς το μέρος τους. Λίγες στιγμές αργότερα, βλέπει τον Χριστό με τους μαθητές Του, να σταματούν ακριβώς μπροστά τους.
– «Ένας, δύο, τρεις… έντεκα… λείπει ένας… λείπει ο Ιούδας.» φωνάζει η Πασχαλίτσα.
– «Όταν τελείωσαν το φαγητό τους, ο Χριστός πήρε τους μαθητές Του για να έρθουν εδώ να προσευχηθούν. Ο Ιούδας όμως δεν τους ακολούθησε, πήγε να βρει τους Αρχιερείς για να τους πει πού θα βρουν τον Χριστό και να τους τον παραδώσει», της είπε ο Γέροντας.
Το λυπημένο βλέμμα της Πασχαλίτσας επικεντρώθηκε στο πρόσωπο του Χριστού. Τον άκουσε να λέει στους μαθητές Του:
«Αυτή τη νύχτα, η πίστη όλων σας προς εμένα, θα κλονιστεί. Στην Παλαιά Διαθήκη ο προφήτης γράφει, ότι θα θανατώσουν τον ποιμένα και τα πρόβατα του θα διασκορπιστούν. Όταν όμως αναστηθώ, θα έρθω να σας βρω στη Γαλιλαία.»
Ο Πέτρος για μία ακόμα φορά δυσανασχετεί και λέει:
«Ακόμα και στην περίπτωση που η πίστη όλων κλονιστεί, εγώ ποτέ δεν θα πάψω να πιστεύω σε σένα.»
Ο Χριστός, χαμογελάει και απαντάει:
«Θα δεις, ότι αυτή τη νύχτα, πριν ο κόκορας λαλήσει, θα με έχεις απαρνηθεί όχι μία, αλλά τρεις φορές.»
Ο Πέτρος αντιδράει εντονότερα αυτή τη φορά…
«Ακόμα κι αν χρειαστεί να πεθάνω, δεν θα σε απαρνηθώ.»
Κι όλοι οι μαθητές ακολουθώντας το παράδειγμα του Πέτρου, αρχίζουν να λένε τα ίδια. Ο Χριστός, τους ζητάει να μείνουν εκεί και να τον περιμένουν. Ήθελε να πάει να προσευχηθεί. Κάνει νόημα στον Πέτρο και στα δύο παιδιά του Ζεβεδαίου να τον ακολουθήσουν και καθώς απομακρύνονται οι τέσσερις άντρες, η Πασχαλίτσα πετάει στον ώμο του Ιωάννη. Ήθελε να είναι όσο πιο κοντά μπορούσε στον Χριστό. Μερικά μέτρα πιο κάτω σταμάτησαν.
«Η ψυχή Μου είναι γεμάτη από λύπη. Μείνετε εδώ και αγρυπνείτε μαζί Μου» τους λέει ο Χριστός και απομακρύνθηκε λίγο ακόμα.
Η Πασχαλίτσα, Τον βλέπει να γονατίζει κάτω…
Τον βλέπει να κλαίει…
Τον ακούει να προσεύχεται…:
«Πατέρα μου, εάν είναι δυνατό, ας περάσει από μένα κι ας μην δοκιμάσω το πικρό αυτό ποτήρι του μαρτυρίου… Αλλά ας γίνει όπως Εσύ θέλεις και όχι όπως Εγώ»
Μετά από λίγη ώρα, σηκώνεται και πάει προς το μέρος τους. Βλέποντας τους να κοιμούνται, τους ξυπνάει και απευθυνόμενος στον Πέτρο λέει:
«Δεν μπορέσατε, ούτε μία ώρα να μείνετε άγρυπνοι μαζί μου… Αγρυπνείτε και προσεύχεσθε, για να μην σας κυριέψει ο πειρασμός. Γιατί, ναι μεν το πνεύμα είναι πρόθυμο, η σάρκα όμως ανίσχυρη»
Ολοκληρώνοντας τη φράση Του επιστρέφει στο μέρος της προσευχής Του. Και πάλι γονατίζει… και πάλι κλαίει… και πάλι προσεύχεται:
«Πατέρα μου, εάν είναι δυνατόν να περάσει από μένα αυτό το ποτήρι, ώστε να μην το πιω…. Αλλά ας γίνει το θέλημα Σου»
Μετά από λίγη ώρα, ξανασηκώνεται και πάει προς το μέρος τους. Τους βλέπει και πάλι να κοιμούνται, και γυρνάει πίσω να προσευχηθεί για τρίτη φορά χωρίς να τους ξυπνήσει. Και πάλι γονατίζει… και πάλι κλαίει… και πάλι προσεύχεται:
«Πατέρα μου, εάν είναι δυνατό, ας περάσει από μένα κι ας μην δοκιμάσω το πικρό αυτό ποτήρι του μαρτυρίου… Αλλά ας γίνει όπως Εσύ θέλεις και όχι όπως Εγώ.»
Αμέσως μετά, σηκώνεται, πηγαίνει στους τρεις μαθητές Του, τους ξυπνάει και τους λέει λυπημένα:
«Κοιμάστε λοιπόν και αναπαύεστε! Ορίστε, πλησίασε η ώρα και ο Υιός του ανθρώπου παραδίνεται στα χέρια των αμαρτωλών» και πριν προλάβει να ολοκληρώσει την φράση Του, έφθασε ο Ιούδας με τους Αρχιερείς και τους ανθρώπους τους, οπλισμένους.
Η Πασχαλίτσα φοβήθηκε πολύ και πέταξε στην αγκαλιά του Γέροντα που ήταν ακόμα κάτω από την ελιά. Ο Γέροντας ατάραχος, κρατώντας την μέσα στο χέρι του της λέει:
– «Οι Αρχιερείς ήθελαν να πιάσουν τον Χριστό, κάποια στιγμή που δεν θα υπήρχε κόσμος τριγύρω Του, για να μην ξεσηκωθεί. Οπότε αυτή η ώρα, σ΄ αυτό το μέρος ήταν η καλύτερη λύση γι’ αυτούς. Κι επειδή δεν ήταν λίγες οι φορές που ο Χριστός τους ξεγλιστρούσε μέσα στο πλήθος, είχαν κανονίσει με τον Ιούδα να τους δείξει ποιος ήταν ο Χριστός, χρησιμοποιώντας ως συνθηματικό, ένα φιλί στο μάγουλο.»
Η Πασχαλίτσα είδε τον Χριστό να περνά μπροστά από τους υπόλοιπους μαθητές και να ρωτάει:
«Ποιον ζητάτε;» Αυτοί τυφλωμένοι από τις δάδες που κρατούσαν στα χέρια τους δεν τον αναγνώρισαν.
«Τον Ιησού τον Ναζωραίο» απάντησαν.
«Εγώ είμαι» τους είπε. Στο άκουσμα αυτό εκείνοι πήγαν προς τα πίσω και πέσαν κάτω.
Ο Χριστός ξαναρώτησε:
«Ποιον ζητάτε;»
«Τον Ιησού τον Ναζωραίο», απάντησαν πάλι εκείνοι.
«Μα σας είπα ότι Εγώ είμαι. Κι εάν Εμένα ζητάτε αφήστε αυτούς να φύγουν» είπε δείχνοντας τους μαθητές.
Τότε, πλησιάζει ο Ιούδας τον Χριστό και του λέει:
«Γειά σου Δάσκαλε»
«Κάνε αυτό για το οποίο ήρθες», απαντάει ο Χριστός.
Κι αμέσως ο Ιούδας Τον φιλάει. Τότε ορμάνε επάνω Του οι άνθρωποι των Αρχιερέων και Τον πιάνουν. Ο Πέτρος, χωρίς να το πολυσκεφτεί, βγάζει το μαχαίρι του, ορμάει επάνω τους και με μία κίνηση κόβει το αυτί ενός από τους ανθρώπους των Αρχιερέων. Με μιας ο Χριστός τον μαλώνει:
«Βάλε το μαχαίρι στη θήκη του. Γιατί όσοι χρησιμοποιούν μαχαίρι εναντίον άλλων ανθρώπων, με μαχαίρι θα πεθάνουν. Ή νομίζεις ότι δεν μπορώ να παρακαλέσω τον Πατέρα μου να στείλει περισσότερες από δώδεκα λεγεώνες αγγέλων; Πώς όμως θα πραγματοποιηθούν οι προφητείες που λένε το τί πρέπει να περάσει, το τί πρέπει να υποφέρει, το πώς πρέπει να πεθάνει ο Μεσσίας;»
Σκύβει, παίρνει το αυτί του ανθρώπου από το χώμα, το τοποθετεί ξανά στη θέση του, γυρνάει προς τους ανθρώπους που είχαν πάει για να τον συλλάβουν και λέει:
«Σαν να ήμουν κανένας ληστής, ήρθατε για να με συλλάβετε με τα μαχαίρια σας. Κάθε μέρα καθόμουν στο Ναό διδάσκοντας τον κόσμο και δεν ήρθατε να με πιάσετε. Αλλά όλα αυτά γίνονται για να βγουν αληθινές οι προφητείες.»
Η Πασχαλίτσα βλέπει τους μαθητές Του να φεύγουν τρέχοντας, για να μην τους πιάσουν κι αυτούς, αφήνοντας έτσι τον Χριστό μόνο Του.
– «Μα τον παράτησαν μόνο Του; Είναι δυνατόν; Ωραίοι μαθητές…» είπε νευριασμένη στον Γέροντα.
– «Μην ξεχνάς ότι ακόμα είναι απλοί άνθρωποι. Φοβήθηκαν. Άλλωστε εάν τους έπιαναν κι αυτούς δεν θα κέρδιζε κανείς τίποτα.»
– «Είμαι πολύ στεναχωρημένη και θυμωμένη μαζί τους. Ο Χριστός τους ζήτησε να προσευχηθούν μαζί Του και αυτούς τους πήρε ο ύπνος και μάλιστα τρεις φορές. Τώρα που δυσκόλεψαν τα πράγματα ακόμα περισσότερο, έγιναν καπνός. Και όσο σκέφτομαι τον Πέτρο που ήταν τόοοοοσο σίγουρος ότι όχι μόνο δεν θα τον απαρνιόταν αλλά ήταν διατεθειμένος και να πεθάνει γι’ Αυτόν…, πού ντος τώρα; ε;»
– «Απάντησε ο Χριστός σ’ αυτό πριν από λίγο. Ναι μεν το πνεύμα πρόθυμο αλλά η σάρκα ανίσχυρη, γι’ αυτό πρέπει συνεχώς να είμαστε έτοιμοι και να προσευχόμαστε για να μην βρίσκει χώρο ο πειρασμός», είπε ο Γέροντας και άρχισε να ακολουθεί το πλήθος.
«Είναι η τρίτη φορά που το ακούω αυτό σήμερα… μάλλον κάτι θέλει να μου πει» σκέφτηκε η Πασχαλίτσα. Και ξαφνικά όλα άρχισαν να γυρίζουν γύρω της… Ο γνωστός στροβιλισμός… Κλείνει πολύ σφιχτά τα μάτια για να μην ζαλιστεί. Όταν τα ανοίγει, βρίσκεται και πάλι πάνω στην πλάτη του γέροντα, μέσα στο εκκλησάκι.
Δεν πέρασε πολύ ώρα και η ακολουθία τελειώνει. Ο Γέροντας σηκώνεται, κάνει τις κλασσικές του πλέον περίεργες μετάνοιες μπροστά από κάθε εικόνα, βγαίνει έξω και κάθεται στο παγκάκι έξω από το εκκλησάκι.
– «Πώς ήταν σήμερα;» την ρωτάει.
Η Πασχαλίτσα είναι σκεπτική… δεν απαντάει… μπορεί και να μην άκουσε καν την ερώτηση.
Λίγη ώρα αργότερα, ο υποτακτικός του παππούλη τους πλησιάζει, κρατώντας μία κουβέρτα στα χέρια. Την δίνει στον Γέροντα, καληνυχτίζει και φεύγει.
– «Ξέχασα να σου πω κάτι πολύ σημαντικό» της λέει ο Γέροντας με πολύ σοβαρό ύφος.
– «Σας ακούω…» ψελλίζει ανήσυχη.
– «Από σήμερα και για τις επόμενες δύο ημέρες δεν θα κοιμόμαστε στη σπηλιά, αλλά εδώ.»
– «Πού;» ρωτάει η Πασχαλίτσα κοιτώντας ερευνητικά γύρω της.
– «Εδώ… μέσα στο εκκλησάκι» της απαντά και σηκώνεται από το παγκάκι, μπαίνει μέσα, στρώνει την κουβέρτα κάτω στο πάτωμα στη θέση που καθόταν συνήθως και ξαπλώνει.
Η Πασχαλίτσα μένει με ανοικτό το στόμα να τον κοιτάει…
– «Έλα ξάπλωσε κι εσύ… κοιμήσου να ξεκουραστείς. Από αυτή τη στιγμή, το ταξίδι μας αλλάζει επίπεδο.» της λέει ο Γέροντας και κλείνει τα μάτια…
Συνεχίζεται…