Όταν περιμένεις να σωθείς – αντί να σταθείς

Γράφει ο Γιώργος Δεληκώστας, Mentor / Life & Business Coach

Κάθε χρόνο, τέτοιες μέρες, επαναλαμβάνω μια μικρή τελετουργία. Διαβάζω προσεκτικά, για ακόμη μία φορά, όλα τα κείμενα των ακολουθιών της Μεγάλης Εβδομάδας, μέρα τη μέρα. Δεν τα διαβάζω βιαστικά. Τα αφήνω να μιλήσουν. Μετά φτιάχνω έναν καφέ, κάθομαι στο γραφείο μου και αφήνω τις σκέψεις μου να πλανηθούν. Όχι στα κείμενα καθαυτά. Αλλά στα νοήματα που γεννούν μέσα μου. Στο πώς αυτά συνομιλούν με τη ζωή που ζούμε σήμερα. Με τις αγωνίες μας, τους ρυθμούς μας, τις σιωπές και τις μάχες μας. Κι έτσι, κάθε φορά, γράφω κάτι. Όχι για να εξηγήσω. Αλλά για να κατανοήσω. Το ίδιο έκανα και σήμερα το πρωί. Και κάπως έτσι, γεννήθηκε το κείμενο που ακολουθεί…

Κάποιες φορές, χειροκροτάμε δυνατά. Ενθουσιαζόμαστε με μια είδηση, μια νέα αρχή, ένα πρόσωπο που μας υπόσχεται κάτι καλύτερο. Είναι η ανθρώπινη ανάγκη για λύτρωση. Η δίψα να βρεθεί κάποιος που θα μας σώσει. Από τη ρουτίνα, από το βάρος των επιλογών μας, από τον εαυτό μας. Και είναι φυσιολογικό. Η ελπίδα είναι δύναμη.

Όμως, σχεδόν πάντα, αυτός ο ενθουσιασμός κρατά λίγο. Όταν το καινούργιο απαιτεί κόπο, όταν οι υποσχέσεις δεν έχουν μαγικά αποτελέσματα, όταν η ευθύνη επιστρέφει ξανά στους ώμους μας, τότε το χειροκρότημα γίνεται αδιαφορία. Κι ύστερα, συχνά, κατηγορούμε αυτό που πριν θαυμάζαμε.

Δεν φταίει το φως. Δεν φταίει το πρόσωπο. Φταίει το βάθος που αποφεύγουμε να κοιτάξουμε.

Αυτό που πολλές φορές μάς κουράζει, δεν είναι η ίδια η προσπάθεια. Είναι η απαίτηση της ζωής να σταθούμε εμείς υπεύθυνοι για τον εαυτό μας. Να αποφασίσουμε εμείς. Να παλέψουμε, να αντέξουμε, να μάθουμε, να χάσουμε. Γι’ αυτό και λαχταράμε ηγέτες, σωτήρες, υποκατάστατα. Όχι μόνο στην πολιτική ή στην κοινωνία. Αλλά και στις προσωπικές μας σχέσεις, στην καθημερινότητά μας, ακόμα και στον τρόπο που ζούμε το όνειρό μας. Περιμένουμε κάποιον ή κάτι να μας πάρει από το χέρι και να μας πει: «Μη φοβάσαι. Θα το κάνω εγώ για σένα».

Μα η ζωή δεν χαρίζεται έτσι. Η αλήθεια δεν φωνάζει. Και η πραγματική αλλαγή δεν έρχεται με φανφάρες, αλλά με μικρές, αθόρυβες, επαναλαμβανόμενες αποφάσεις.

Κι ύστερα είναι κι αυτό το άλλο, το πιο δύσκολο. Το θέμα της ελευθερίας.

Πόσο εύκολο είναι να λες: «Είμαι ελεύθερος». Ζούμε σε μια εποχή που φωνάζει την ελευθερία από κάθε της πόρτα. Λες και η απουσία περιορισμών μάς κάνει αυτόματα και δυνατούς. Μακάρι να ήταν έτσι.

Γιατί το πιο δύσκολο δεν είναι να μη σε περιορίζει κάποιος απ’ έξω. Είναι να μη σε περιορίζεις εσύ ο ίδιος από μέσα.

Να μη γίνεσαι σκλάβος του φόβου σου. Των ανασφαλειών σου. Του εγωισμού σου. Να μπορείς να λες «όχι» εκεί που όλοι λένε «ναι». Να παλεύεις να είσαι καθαρός μέσα σου, εκεί που όλα γύρω σε τραβούν προς την εύκολη απόλαυση, τη στιγμιαία ανακούφιση, τη βολική απελευθέρωση.

Υπάρχουν άνθρωποι που φαίνονται απόλυτα ελεύθεροι — κι όμως, η ψυχή τους είναι φυλακισμένη. Κι άλλοι που, εξωτερικά, ίσως δεν έχουν κανένα “προνόμιο”, κι όμως περπατούν ελαφρύτεροι από όλους μας. Γιατί έμαθαν να ορίζουν τον εαυτό τους, όχι να τον ξεπουλούν στο πρώτο τους θέλω.

Η ελευθερία αυτή δεν διδάσκεται. Δουλεύεται. Κάθε μέρα.

Και κάπως έτσι, η ζωή μάς φέρνει μπροστά στο μεγάλο δίλημμα: Θα διαλέξουμε τον εύκολο ενθουσιασμό ή την ήσυχη σταθερότητα; Θα περιμένουμε κάποιον να μας σώσει ή θα σταθούμε στα δικά μας πόδια, όσο δύσκολο κι αν είναι; Θα παλεύουμε για την εικόνα ή για την ουσία; Θα κυνηγάμε τις εξωτερικές λύσεις ή θα στραφούμε, επιτέλους, μέσα μας;

Δεν είναι εύκολες ερωτήσεις. Αλλά είναι ερωτήσεις που αξίζει να κάνουμε. Σε εμάς. Τώρα.

Γιατί η εποχή που έρχεται, είναι γεμάτη φως — αλλά για να το δούμε, πρέπει να έχουμε τα μάτια ανοιχτά. Να μην τρομάζουμε από το σκοτάδι, ούτε να περιμένουμε τον “τέλειο οδηγό”.

Ο μόνος δρόμος που λυτρώνει, είναι αυτός που περνάει από εμάς.

Κι αυτό το ταξίδι, είναι πάντα το πιο σπουδαίο.

Share this: